ΠΛΑΤΩΝΑΣ
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
(Ή Επιτάφιος - Ηθικός)
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ο Μενέξενος! Από πού έρχεσαι; Από την αγορά;
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Από την αγορά, Σωκράτη, και βασικά από το βουλευτήριο.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τι σχέση έχεις εσύ, προ πάντων εσύ, με το βουλευτήριο; Ή προφανώς νομίζεις ότι έφθασες στο τέλος της εκπαίδευσης και της φιλοσοφικής μελέτης και θεωρώντας τον εαυτό σου αρκετά έτοιμο, σκέπτεσαι πια να στραφείς προς τα σοβαρότερα πράγματα; Θαυμαστέ άνθρωπε, επιχειρείς με την τόση σου νεότητα να κυβερνήσεις εμάς τους μεγαλύτερους, για να μην παύσει το σπίτι σας να αναδεικνύει πάντα ένας άρχοντά μας;
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Βέβαια, Σωκράτη, αν μου επιτρέπεις και αν με συμβουλεύεις να λάβω κάποια αρχή, θα το επιδιώξω πρόθυμα. Αλλιώς δεν θα το κάνω. Η τωρινή μου όμως επίσκεψη στο βουλευτήριο έγινε, γιατί πληροφορήθηκα, ότι η βουλή πρόκειται να εκλέξει τον ρήτορα που θα εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο. Ξέρεις βέβαια, ότι πρόκειται να κάνουν ταφές.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ασφαλώς το ξέρω. Αλλά ποιον εξέλεξαν;
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Κανέναν. Το ανέβαλαν γι’ αύριο. Νομίζω όμως, ότι θα εκλεγεί ο Αρχίνος ή ο Δίων.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λοιπόν, Μενέξενε, φαίνεται, ότι από πολλές απόψεις είναι ωραίο πράγμα να πεθαίνει κανείς στον πόλεμο. Ενταφιάζεται με τιμή και μεγαλοπρέπεια, έστω και αν πεθάνει φτωχός, και εγκωμιάζεται ανεξάρτητα πάλι από το αν μπορεί να είναι φτωχός. Και τιποτένιος αν είναι, επαινείται από σοφούς άνδρες, οι οποίοι δεν κάνουν πρόχειρο εγκώμιο, αλλά έχουν από πολύ χρόνο προετοιμάσει τους λόγους τους και τόσο θαυμά σια επαινούν, ώστε μαγεύουν τις ψυχές μας, όταν περιγράφουν με ένα υπέροχο λεκτι κό στολισμό όσες αρετές έχει και όσες δεν έχει ο καθένας. Και την πόλη εγκωμιάζουν με όλους τους τρόπους και τους πεσόντες στον πόλεμο και όλους τους προγόνους μας τους πριν, ακόμη και εμάς, όσους βρισκόμαστε στη ζωή, μας επαινούν. Σε εμένα προ σωπικά, Μενέξενε, οι έπαινοι των ανθρώπων αυτών προκαλούν διάθεση μεγάλης γεν ναιοψυχίας και κάθε φορά μένω ακίνητος στο άκουσμα και τη μαγεία των λόγων με την εντύπωση, ότι αμέσως εκείνη τη στιγμή έχω γίνει ψηλότερος, ευγενέστερος και ωραιότερος. Και έρχονται πάντοτε μαζί μου ξένοι, πράγμα συνηθισμένο για μένα, και ακούν και αυτοί, απέναντι των οποίων εγώ αμέσως παίρνω αγερωχότερο ύφος. Γιατί κι εκείνοι ανάλογα επηρεάζονται στην εκτίμησή τους προς εμένα και προς την πόλη. Την βρίσκουν δηλαδή θαυμαστότερη από ό,τι την νόμιζαν πριν, γιατί πείθονται από τον ρήτορα για το μεγαλείο της. Και αυτή η έπαρσή μου διαρκεί περισσότερο από 3 ημέρες. Τόσο έντονα εισδύει στην ακοή μου ο λόγος και η απαγγελία από το στόμα του ομιλητού, ώστε μόλις την τέταρτη ή την πέμπτη ημέρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου και αντιλαμβάνομαι σε ποιο μέρος της γης βρίσκομαι, ενώ μέχρι τότε έχω σχεδόν την αίσθηση ότι κατοικώ στα νησιά των μακάρων. Τόσο δεινούς ρήτορες έχουμε εμείς.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Εσύ Σωκράτη, πάντα ειρωνεύεσαι τους ρήτορες. Εν τούτοις, όποιος εκλεγεί τώρα θα βρεθεί, νομίζω, σε δύσκολη θέση. Γιατί η απόφαση έχει ληφθεί ξαφνικά, ώστε θα αναγκασθεί ο ρήτορας να μιλήσει κάπως αυτοσχέδια.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Από πού το συμπεραίνεις αυτό, αγαπητέ μου; Έχει ο καθένας τους έτοιμους λόγους, και εξάλλου δεν είναι δύσκολο να αυτοσχεδιάζει κανείς τέτοια θέματα μάλιστα. Βέβαια, αν έπρεπε ο ρήτορας να επαινέσει Αθηναίους σε ακροατήριο Πελοποννησίων ή Πελοποννήσιους σε Αθηναίων, θα χρειαζόταν να είναι ικανός ρήτορας, για να πείσει και για να πετύχει. Όταν όμως μιλάει κανείς έχοντας ακροατές αυτούς ακριβώς τους οποίους και εγκωμιάζει, δεν είναι καθόλου δύσκολο να κάνει εντύπωση καλού ρήτορα.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Δεν το νομίζεις αυτό δύσκολο, Σωκράτη;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Όχι μα το Δία.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ώστε για τον εαυτό σου φαντάζεσαι ότι θα μπορούσες να μιλήσεις, αν χρειαζόταν και αν σε εξέλεγε η βουλή;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ασφαλώς, Μενέξενε. Προκειμένου μάλιστα για μένα, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι μπορώ να εκφωνήσω λόγο, αφού συμβαίνει να έχω για δάσκαλό μου μια γυναίκα όχι απλά διακεκριμένη στην ρητορική, αλλά ακριβώς εκείνη, η οποία ανέδειξε και άλλους πολλούς και καλούς ρήτορες και μάλιστα ένα ο οποίος είναι ο εξοχώτερος στην Ελλάδα, τον Περικλή του Ξανθίππου.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ποια είναι αυτή; Ή προφανώς εννοείς την Ασπασία;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Γι’ αυτήν πράγματι μιλάω, και για τον Κόννον του Μητροβίου βέβαια. Γιατί αυτοί είναι οι δυο δάσκαλοί μου, ο ένας της μουσικής, η άλλη της ρητορικής. Λοιπόν δεν είναι καθόλου παράξενο ένας άνδρας που μορφώνεται έτσι, να είναι πολύ καλός στο να μιλάει. Αλλά και όποιος εκπαιδεύτηκε με κατώτερη μόρφωση από μένα, αν διδάχθηκε μουσική από τον Λάμπρον και ρητορική από τον Αντιφώντα τον Ραμνού σιο, και αυτός θα μπορούσε να έχει πετύχει σαν ρήτορας, εφ’ όσον επαινεί Αθηναίους μεταξύ Αθηναίων.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Και τι θα είχες να πεις εσύ, αν χρειαζόταν να μιλήσεις;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Μόνος μου από τον εαυτό μου ίσως τίποτα, αλλά μόλις χθες άκουγα την Ασπασία, ενώ τελείωνε έναν επιτάφιο λόγο, ακριβώς με τέτοιο περιεχόμενο. Γιατί άκουσε αυτά που λες εσύ, ότι δηλαδή επρόκειτο να εκλέξουν οι Αθηναίοι τον ομιλητή. Έπειτα άρχισε να μου αναπτύσσει το θέμα, και άλλα μεν τα έλεγε αυτοσχέδια, τι δηλα δή θα έπρεπε να πει ο ρήτορας, άλλα όμως τα είχε επινοήσει άλλη φορά, νομίζω, όταν συνέθετε τον επιτάφιο που εκφώνησε ο Περικλής και προσπαθούσε να συγκολλήσει μερικά κομμάτια από εκείνο τον λόγο.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ώστε θα μπορούσες τώρα να θυμηθείς αυτά που έλεγε η Ασπασία;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ναι. Αλλιώς είναι ανάξιος μαθητής. Αυτή βέβαια προσπαθούσε να μου μάθει απ’ έξω τον λόγο και παρά λίγο να τις φάω γιατί ξεχνούσα τη συνέχεια.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Λοιπόν να μου τον πεις εξάπαντος.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Φοβάμαι μήπως θυμώσει η δασκάλα μου, αν πω σε άλλον τον λόγο της.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Να μη φοβάσαι καθόλου, Σωκράτη, αλλά να τον πεις σε μένα και θα με ευχαριστήσεις πολύ, είτε της Ασπασίας λόγο θέλεις να πεις είτε οποιουδήποτε. Φθάνει μόνο να μου τον πεις.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αλλά ίσως θα με περιγελάσεις, αν φανώ, ότι γέρος άνθρωπος καταγίνο μαι ακόμα με αστειότητες.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Καθόλου, Σωκράτη. Πες μου τέλος πάντων είτε σοβαρά είτε αστεία.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Όμως πρέπει βέβαια να εκτελώ τις επιθυμίες σου, ώστε αν μου ζητούσες να βγάλω το ιμάτιό μου και να χορέψω, θα το έκανα παρά λίγο και αυτό, εφόσον είμαι στε μόνοι οι δυο μας. Λοιπόν άκου. Αυτή άρχισε, νομίζω, τον λόγο της αμέσως από τους νεκρούς και μιλούσε έτσι: Οι προκείμενοι νεκροί με έργα τιμήθηκαν, όπως τους άξιζε, και μετά τις τιμές αυτές πηγαίνουν τον μοιραίο δρόμο, αφού κηδεύτηκαν με την πάνδημο συμμετοχή της πόλης και με το συγγενικό πένθος των δικών τους. Αλλά ο νό μος προστάζει, και υποχρεώσή μας εξάλλου είναι, να αποδώσουμε στους άνδρες δια λόγου όση ακόμη τιμή οφείλεται σε αυτούς. Γιατί με την εκφώνηση ενός ωραίου λόγ ου οι επιτελέσαντες ένδοξα έργα παραμένουν στην μνήμη και εξαίρονται στην ψυχή των ακροατών. Κατ’ ανάγκη λοιπόν ο λόγος θα έχει τέτοιο περιεχόμενο περίπου: Θα εγκωμιάσει ικανοποιητικά τους νεκρούς και θα παραινέσει με ευμένεια τους ζώντες, συνιστώντας στα παιδιά και τους αδελφούς αυτών των ανδρών να γίνουν μιμητές της αρετής τους και παρηγορώντας τους πατέρες τους, τις μητέρες τους και όσους ζουν ακόμα από τους μακρινότερους συγγενείς τους. Με ποιον λόγο λοιπόν θα ανταποκρι θώ σε αυτόν τον σκοπό; Με άλλες λέξεις, από πού είναι σωστό να αρχίσω τον έπαινο των γενναίων ανδρών, οι οποίοι και όσο ζούσαν ευχαριστούσαν τους δικούς τους με την αρετή τους και με τον θάνατό τους αντάλλαξαν την σωτηρία των ζωντανών; Νομίζω ότι πρέπει να τους εγκωμιάσω σύμφωνα με τη φυσική ανάπτυξη της αρετής τους. Υπήρξαν γενναίοι, γιατί γεννήθηκαν από γενναίους. Ας εγκωμιάσω πρώτα λοιπόν την καταγωγή τους, δεύτερον την τροφή και εκπαίδευσή τους και έπειτα ας επιδείξω πόσο ωραία και αντάξια προς αυτά ανδραγαθήματα πραγματοποίησαν. Η ευγενική καταγωγή των ανδρών αυτών έχει τη ρίζα της στη γέννηση των προγόνων τους, οι οποίοι δεν ήταν μετανάστες. Η γέννηση αυτή απέδειξε και για τους απογόνους τους αυτούς, ότι δεν έμεναν στη χώρα σαν μέτοικοι - πράγμα, το οποίο θα συνέβαινε, αν οι πρόγονοί τους είχαν έλθει από αλλού - αλλά σαν αυτόχθονες, ότι κατοικούσαν και ζούσαν σε πατρίδα πραγματική και τρέφονταν όχι από μητριά, όπως άλλοι, αλλά από μητέρα, από τη χώρα στην οποία κατοικούσαν, και ότι τώρα νεκροί αναπαύονται σε δικούς τους τόπους της μητέρας γης που τους γέννησε και τους έθρεψε και τους έδωσε τη ζωή. Είναι λοιπόν δικαιότατο να τιμήσουμε πρώτα τη μητέρα αυτή. Γιατί έτσι συμβαίνει να εξαίρεται συγχρόνως και η ευγενική καταγωγή των ανδρών αυτών. Και αξίζει να επαινείται αυτή η χώρα όχι μόνο από εμάς, αλλά και από όλο τον κόσμο και για τα άλλα της πολλά καλά, αλλά, πρώτα και σπουδαιότερα, γιατί τυχαίνει να είναι αγαπητή στους θεούς. Βεβαιώνει αυτόν τον λόγο μου ο καυγάς και η απόφαση των θεών, οι οποίοι φιλονίκησαν γι’ αυτήν. Και μια πόλη, την οποία οι θεοί επαίνεσαν, πως δεν είναι δίκαιο να επαινείται από όλη την ανθρωπότητα; Δεύτερος έπαινος αυτής μπορεί να είναι το γεγονός, ότι στο απώτατο παρελθόν, όταν ολόκληρη η γη ανέδιδε και παρήγε παντός είδους ζώα και θηρία και βοσκήματα, η δική μας χώρα στην εποχή αυτή απεδείχθη ότι δεν γέννησε και δεν καταπατήθηκε από άγρια θηρία, αλλά εξέλεξε από τα ζώα και γέννησε τον άνθρωπο, το πλάσμα δηλαδή, που υπερέχει από τα άλλα στη σύνεση και μόνο αυτό πιστεύει στη δικαιοσύνη και στους θεούς. Μεγάλη δε από δειξη αυτού του λόγου, ότι δηλαδή η γη αυτή γέννησε τους προγόνους και αυτών και τους δικούς μας, είναι το εξής: κάθε ζώο, όταν γεννήσει, έχει και την κατάλληλη τροφή για το γέννημά του. Και από αυτό φανερώνεται αν μια γυναίκα πράγματι γέννησε, ή αν πήρε ξένο παιδί, αν δηλαδή δεν έχει πηγή τροφής για το βρέφος της. Αυτό ακριβώς παρουσιάζει και η δική μας γη και μητέρα μας ως πειστική απόδειξη, ότι γέννησε ανθ ρώπους. Γιατί μόνη και πρώτη αυτή εκείνα τα χρόνια, παρήγαγε, σαν τροφή κατάλλ ηλη για τον άνθρωπο, τον καρπό του σιταριού και του κριθαριού, με τον οποίο ωραιό τατα και υγιεινότατα τρέφεται το ανθρώπινο γένος, βεβαιώνοντας έτσι ότι πράγματι αυτή γέννησε αυτό το ζώο. Και περισσότερο ισχύουν οι αποδείξεις αυτές για τη γη πα ρά για μια γυναίκα. Γιατί στην κυοφορία και τη γέννηση δεν έχει μιμηθεί η γη τη γυναί κα, αλλά η γυναίκα τη γη. Αυτό δε τον καρπό δεν τον κράτησε ζηλότυπα, αλλά τον μοί ρασε και στους άλλους. Κατόπιν δε βλάστησε για τα παιδιά της το δέντρο που δίνει το λάδι, το καταπραϋντικό των πόνων. Αφού δε έθρεψε και μεγάλωσε τα παιδιά της μέχ ρι την ήβη, προσκάλεσε σαν άρχοντες και δασκάλους αυτούς τους ίδιους τους θεούς. Αυτών τα ονόματα είναι περιττό να τα αναφέρω στην προκείμενη περίσταση. Τα ξέρ ουμε τα ονόματα των θεών, οι οποίοι οργάνωσαν τη ζωή μας, αφού σε μας πρώτους μετάδωσαν τις τέχνες για τις καθημερινές μας ανάγκες και μας δίδαξαν την κτήση και την χρήση των όπλων για την άμυνα της χώρας. Αφού λοιπόν γεννήθηκαν και εκπαι δεύθηκαν με τον τρόπο αυτό οι πρόγονοι των νεκρών αυτών, κατοικούσαν στη χώρα ζώντας σύμφωνα με το πολίτευμα το οποίο θέσπισαν και για το οποίο είναι σωστό με λίγες λέξεις να μιλήσω. Γιατί το πολίτευμα παιδαγωγεί τους ανθρώπους: το καλό τους καλούς, το δε αντίθετο τους κακούς. Ώστε είναι ανάγκη να κάνω φανερό, ότι οι προγε νέστεροί μας έζησαν με καλό πολίτευμα και αποτέλεσμα αυτού ακριβώς είναι η αρετή και εκείνων και των συγχρόνων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι προκεί μενοι νεκροί . Πράγματι το πολίτευμα ήταν το ίδιο και τότε όπως και τώρα, δηλαδή αριστοκρατία. Με αυτή τη μορφή του πολιτεύματος και τώρα πολιτευόμαστε και σχε δόν πάντοτε μετά από εκείνη την εποχή. Το ονομάζουν άλλος δημοκρατία, άλλος με άλλο όνομα, όπως του αρέσει καλύτερα. Αλλά ουσιαστικά είναι αριστοκρατία που περιορίζεται από τις ορθές γνωματεύσεις του λαού. Άρχοντες βέβαια έχουμε πάντοτε. Αυτοί παίρνουν την εξουσία, άλλοτε κληρονομικά άλλοτε κατ’ εκλογή. Επειδή όμως ο λαός κρατάει ως επί το πλείστον την πολιτική εξουσία, αυτός δίνει τα αξιώματα και τις κυβερνητικές θέσεις σε αυτούς που κάθε φορά κρίθηκαν άριστοι. Ούτε η σωματική ασθένεια, ούτε η φτώχεια, ούτε η αφάνεια των πατέρων γίνεται αιτία να αποκλεισθεί κανείς από τα κοινά. Ούτε με τα αντίθετα πλεονεκτήματα ανοίγεται σε κανέναν ο δρό μος προς τις τιμές, όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις. Εδώ ένας είναι ο όρος: κυβερνά και καταλαμβάνει αξιώματα εκείνος που κρίθηκε σοφός ή αγαθός. Το δε πολίτευμα αυτό το δημιούργησε σε μας η ισότιμη γέννηση. Γιατί οι μεν άλλες πόλεις κατοικηθεί καν από κάθε είδους και διαφόρων τάξεων ανθρώπους, ώστε τα πολιτεύματά τους είναι ανώμαλα, ή τυραννικά ή ολιγαρχικά. Έτσι στην μεταξύ τους συμβίωση μερικοί θεωρούν τους άλλους σαν κυρίαρχους και αυτοί εκείνους σαν δούλους. Ενώ εμείς και οι δικοί μας, γεννημένοι αδέλφια όλοι από μια μητέρα, κρίνουμε ανάξιο να είμαστε κυ ρίαρχοι και δούλοι ο ένας του άλλου. Απεναντίας, η φυσική μας ισογονία μας οδηγεί να ζητάμε και πολιτική κατά νόμο ισότητα και να μην παραδεχόμαστε στην κοινωνία μας άρχοντες με άλλα προσόντα εκτός από την κατοχή της αρετής και της φρόνησης. Αφού λοιπόν εκπαιδεύθηκαν με κάθε ελευθερία οι πατέρες αυτών και ημών, και αυτοί οι ίδιοι μετά, συντελούσης και της έμφυτης ευγένειας, παρουσίασαν σε όλο τον κόσμο πολλά και λαμπρά έργα και σαν άνθρωποι και σαν κράτος, πιστεύοντας ότι οφείλουν υπέρ της ελευθερίας και υπέρ των Ελλήνων να μάχονται και κατά των βαρβάρων και κατά των Ελλήνων αν χρειάζεται. Δεν έχω βέβαια τον χρόνο, για να διηγηθώ επάξια πως απέκρουσαν τον Εύμολπο και τις Αμαζόνες και παλαιότερους ακόμα εχθρούς, οι οποίοι εκστράτευσαν κατά της χώρας μας, και πως βοήθησαν τους Αργείους κατά των Καδμείων και τους Ηρακλείδες κατά των Αργείων.
Άλλωστε και ποιητές έχουν ήδη υμνήσει σε όλους μας την αρετή αυτών των ανδρών με τους ποιητικούς τους ύμνους. Ώστε, αν εγώ επιχειρήσω να υμνήσω τα ίδια έργα με τη γυμνότητα του πεζού λόγου, ίσως φανώ κατώτερος. Γι’ αυτό προτιμώ να τα παρα λείψω αυτά, εφόσον μάλιστα έχουν ήδη πάρει το βραβείο για την αξία τους. Υπάρχουν όμως και άλλα αξιόλογα έργα, για τα οποία ακόμη ποιητής δεν κέρδισε δόξα επαινών τας τα όπως τους έπρεπε, έργα, τα οποία περιμένουν τον υμνητή τους. Νομίζω ότι αυ τά πρέπει να επαινέσω σε αυτόν τον λόγο μου και να προκαλέσω άλλους να τα υμνή σουν και σε λυρική και σε άλλη ποίηση, όπως αξίζει σε κείνους που τα εκτέλεσαν. Από αυτά τα έργα αναφέρω σαν σπουδαιότερα τα εξής: Τους Πέρσες, οι οποίοι κυριαρχού σαν στην Ασία και ζητούσαν να υποδουλώσουν την Ευρώπη, τους απέκρουσαν τα παι διά αυτής της γης και δικοί μας πατέρες. Δίκαιο λοιπόν και υποχρέωσή μας είναι αυτ ούς πρώτα να θυμηθούμε και να επαινέσουμε την αρετή τους. Πρέπει μάλιστα, αν πρό κειται κανείς επάξια να τους επαινέσει, να εκτιμήσει την ανδρεία τους, μεταφερόμενος δια του λόγου του σε εκείνα τα χρόνια, όταν όλη η Ασία ήταν δούλη κιόλας στον τρίτο Πέρση βασιλέα. Από αυτούς τους τρεις βασιλείς ο μεν Κύρος, αφού ελευθέρωσε με τη προσωπική του γενναιότητα τους συμπολίτες του Πέρσες, και καθυπόταξε τους κυρί αρχους Μήδους, επεκράτησε σε όλη την άλλη Ασία μέχρι τα όρια της Αιγύπτου, ο δε γιός του Καμβύσης κατέκτησε την Αίγυπτο και όσο μέρος της Λιβύης μπορούσε, και τρίτος ο Δαρείος και κατά ξηρά εξέτεινε τα όρια του κράτους μέχρι την Σκυθία και με το ναυτικό του κυριαρχούσε στην θάλασσα και τα νησιά με τρόπο, ώστε ούτε να περ νά από το νου κανενός καμιά ιδέα αντίστασης. Εξ άλλου όλων των ανθρώπων το φρό νημα ήταν υποδουλωμένο. Τόσα πολλά και μεγάλα και μάχιμα έθνη είχε υποτάξει η περσική δύναμη. Ο Δαρείος λοιπόν επιρρίπτοντας σε μας και στους Ερετριείς την αιτία του πολέμου, με την πρόφαση ότι επιβουλευτήκαμε τις Σάρδεις, έστειλε πεντακόσιες χιλιάδες στρατού με μεταγωγικά και πολεμικά σκάφη και στόλο από 300 πλοία υπό τη στρατηγία του Δάτη, τον οποίο και διέταξε να επιστρέψει φέρνοντας τους Ερετριείς και τους Αθηναίους, αν ήθελε να διατηρήσει το κεφάλι του. Κι έπλευσε εκείνος στην Ερέτρια εναντίον ανδρών, οι οποίοι ήσαν μεταξύ των τότε Ελλήνων από τους πιο φημι σμένους πολεμιστές και αρκετοί στον αριθμό. Και όμως μέσα σε τρεις μέρες τους υπέ ταξε και διερεύνησε τη χώρα τους ολόκληρη, ώστε κανείς να μη διαφύγει, μεταχειριζό μενος το εξής μέσο: Οι στρατιώτες του ήλθαν στα σύνορα της ερετρικής γης, παρατά χθηκαν αραιά από τη μια θάλασσα έως την άλλη, και κατόπιν, αφού ένωσαν τα χέρια τους, πέρασαν όλη τη χώρα, για να μπορούν να πουν στο βασιλιά τους, ότι κανείς δεν τους είχε ξεφύγει. Και με το ίδιο σχέδιο κατέπλευσαν από την Ερέτρια στον Μαραθώ να, υποθέτοντας, ότι δεν θα είχαν καμιά δυσκολία να νικήσουν και τους Αθηναίους και αφού τους δέσουν με τον ίδιο τρόπο, όπως και τους Ερετριείς να τους πάρουν μαζί τους. Όσο γίνονταν αυτά και προετοιμάζοντο τα επόμενα, κανείς Έλληνας δεν έσπευσε να βοηθήσει ούτε τους Ερετριείς ούτε τους Αθηναίους, εκτός από τους Λακεδαιμόνι ους. Αλλά αυτοί ήλθαν την επομένη της μάχης, ενώ όλοι οι άλλοι τρομαγμένοι απέφευ γαν να πάρουν μέρος στον πόλεμο, ευχαριστημένοι, γιατί αυτοί προς το παρόν ήταν εκτός κινδύνου. Εάν λοιπόν κανείς γυρίσει με τη φαντασία του σε εκείνη την εποχή, θα καταλάβει ποια ήταν η αρετή εκείνων, που αντιμετώπισαν στον Μαραθώνα τον βαρ βαρικό στρατό και ταπείνωσαν την έπαρση ολόκληρης της Ασίας και πρώτοι έστη σαν τρόπαια νικώντας βαρβάρους. Αυτοί έδειξαν και δίδαξαν στους άλλους, ότι δεν ήταν ακαταμάχητη η δύναμη των Περσών, αλλά όσο μεγάλος και πλούσιος μπορεί να είναι ένας στρατός πάντα υποχωρεί μπροστά στους γενναίους. Όσον αφορά εμένα, διακη ρύσσω, ότι εκείνοι οι άνδρες δεν είναι μόνον πατέρες των σωμάτων μας, αλλά και πατέρες της ελευθερίας και της δικής μας και όλων όσων κατοικούν στην ήπειρο αυτή. Γιατί εκείνο το κατόρθωμα γνωρίζοντας οι Έλληνες τόλμησαν να αγωνισθούν τις μετέ πειτα μάχες υπέρ της σωτηρίας τους, αφού πήραν μάθημα από τους Μαραθωνομάχ ους. Ώστε σε αυτόν τον λόγο μου οφείλω να δώσω τον καλύτερο έπαινο σε εκείνους. Και αμέσως μετά σε όσους ναυμάχησαν και νίκησαν γύρω από τη Σαλαμίνα και απέ ναντι στο Αρτεμήσιο. Πράγματι και για τους άνδρες αυτούς πολλά θα είχε να διηγηθεί κανείς, δηλαδή τι είδους επιθέσεις υπέμειναν και στην ξηρά και στη θάλασσα και πως τις απέκρουσαν. Θα αναφέρω όμως και γι’ αυτούς, ό,τι νομίζω καλύτερο, ότι δηλαδή αυτοί συμπλήρωσαν το έργο αυτών που πολέμησαν στον Μαραθώνα. Γιατί όσοι βρί σκονταν στον Μαραθώνα απέδειξαν στους Έλληνες τόσο μόνο, ότι στην ξηρά είναι δυνατόν λίγοι να αποκρούσουν πολλούς βαρβάρους. Δεν μπορούσε όμως να ξέρει κανείς αν θα γινόταν το ίδιο και σε ναυτικό αγώνα, και μάλιστα οι Πέρσες είχαν φήμη, ότι κατά θάλασσα ήταν ακαταμάχητοι, γιατί και πολλοί και πλούσιοι και έμπειροι και ρωμαλέοι ήταν. Αυτό ακριβώς το κατόρθωμα των ανδρών, που τότε ναυμάχησαν, αξί ζει να το εγκωμιάσω, γιατί διέλυσαν τον φόβο που κατείχε τους Έλληνες και τους έκα νε να τρομάζουν το πλήθος των πλοίων και των ανδρών. Γεγονός πάντως είναι ότι το σο εκείνοι που πολέμησαν στον Μαραθώνα όσο και αυτοί που ναυμάχησαν στη Σαλα μίνα δίδαξαν τους Έλληνες. Αυτοί τους έμαθαν και τους συνήθισαν να μη φοβούνται τους βαρβάρους, οι μεν πρώτοι στην ξηρά οι δε άλλοι στη θάλασσα. Ως τρίτο και κατά χρονολογική σειρά και κατά αρετήν έργο από αυτά που εξασφάλισαν στους Έλληνες την σωτηρία, αναφέρω τη μάχη στις Πλαταιές, κοινή πια μάχη και για τους Λακεδαι μονίους και για τους Αθηναίους. Αναμφίβολα αυτοί όλοι αντιμετώπισαν τον μεγαλύτε ρο και φοβερότερο αγώνα και γι’ αυτή τους τη γενναιότητα και τώρα εγκωμιάζονται από εμάς και στο μέλλον από τους μεταγενέστερους. Αλλά και μετά τις νίκες αυτές πολλές ελληνικές πόλεις ήταν ακόμη στην συμμαχία του βαρβάρου και γινόταν γνω στό ότι ο βασιλιάς είχε στο μυαλό του να επιχειρήσει ο ίδιος νέα επίθεση κατά των Ελλήνων. Είναι δίκαιο λοιπόν να αναφέρω και αυτούς, οι οποίοι μετά από τα έργα των προηγουμένων ολοκλήρωσαν τη σωτηρία, καθαρίζοντας και διώχνοντας από τη θάλα σσα κάθε βαρβαρικό στοιχείο. Και ήταν αυτοί όσοι ναυμάχησαν στις εκβολές του Ευρυμέδοντα και όσοι εκστράτευσαν στην Κύπρο και όσοι έπλευσαν στην Αίγυπτο και σε άλλους πολλούς τόπους. Σε αυτούς οφείλεται ανάμνηση και ευγνωμοσύνη, για τί έκαναν τον βασιλιά να φροντίζει κατατρομαγμένος για την δική του σωτηρία και να μην σχεδιάζει την καταστροφή των Ελλήνων. Αυτόν τον πόλεμο κατά των βαρβάρων τον πολέμησαν μέχρι τέλους όλοι οι πολίτες αυτής της πόλης σώζοντας και τους εαυ τούς τους και τους άλλους ομόγλωσσους. Εν τούτοις μετά την ειρήνη έπληξε την πόλη μας, όταν ήταν στο απόγειο της δόξας της, το κακό ακριβώς που συνηθίζει να πλήττει και τους ευτυχισμένους ανθρώπους, δηλαδή πρώτα η ζήλια και έπειτα από τη ζήλια ο φθόνος. Και το κακό αυτό έφερε την πόλη μας σε ακούσια εχθρότητα κατά των Ελλή νων. Έπειτα, όταν κηρύχθηκε πόλεμος, συγκρούσθηκαν οι Αθηναίοι, μαχόμενοι υπέρ της ελευθερίας των Βοιωτών με τους Λακεδαιμόνιους στην Τανάγρα, αλλά επειδή η μάχη υπήρξε αμφίρροπη, κρίθηκε η έκβαση του πολέμου στον επόμενο αγώνα. Δηλαδή οι μεν Λακεδαιμόνιοι έσπευσαν να φύγουν εγκαταλείποντας τους συμμάχους τους, ενώ οι δικοί μας νίκησαν μετά από τρεις ημέρες στα Οινόφυτα και εκτελώντας έργο δικαιοσύνης επανέφεραν τους άδικα εξορισθέντες. Αυτοί πρώτοι μετά τον Περσ ικό πόλεμο, υποστηρίζοντας πλέον Έλληνες εναντίον Ελλήνων χάριν της ελευθερίας, πολεμώντας γενναία και ελευθερώνοντας τους συμμάχους τους, πρώτοι μπήκαν σε αυτό το μνήμα με τις τιμές της πόλης. Κατόπιν, όταν γενικεύθηκε ο πόλεμος και ήλθαν όλοι οι Έλληνες εναντίον μας και δενδροτόμησαν τη γη μας - ωραία ευγνωμοσύνη πλήρωσαν στην πόλη! - , οι δικοί μας τους νίκησαν σε ναυμαχία και αφού αιχμαλώτι σαν στη Σφακτηρία τους αρχηγούς των Λακεδαιμονίων, αν και μπορούσαν να τους σκοτώσουν, τους λυπήθηκαν και τους έδωσαν πίσω. Και έκαναν ειρήνη νομίζοντας ότι εναντίον ομοφύλων τους έπρεπε να πολεμήσουν μέχρι νίκης και όχι μέχρι εξοντώσεως, όπως θα έκαναν εναντίον βαρβάρων, ώστε να μη γίνει αφορμή η οργή μιας πόλης να καταστραφεί και όλη η Ελλάδα. Αξίζει πράγματι να επαινέσει κανείς αυτούς τους άνδρες, οι οποίοι, αφού πολέμησαν αυτόν τον πόλεμο, τάφηκαν εδώ, γιατί αυτοί απέδειξαν ψευδή τα λεγόμενα μερικών, οι οποίοι αμφισβητούσαν την υπεροχή των Αθηναίων στον προηγούμενο πόλεμο, τον εναντίον των βαρβάρων. Στην προκειμένη περίσταση, νικώντας στον εμφύλιο πόλεμο και αιχμαλωτίζοντας τους αρχηγούς των άλλων Ελλήνων, απέδειξαν ότι μπορούν να νικούν σε μεμονωμένο αγώνα εκείνους, μαζί με τους οποίους τότε νικούσαν από κοινού τους βαρβάρους.
Αλλά μετά την ειρήνη αυτή έγινε τρίτος φοβερός και ανέλπιστος πόλεμος, του οποίου οι νεκροί, πολλοί και γενναίοι, κείνται κι αυτοί σε τούτο το μνήμα. Πολλοί έπεσαν στις ακτές της Σικελίας, αφού έστησαν πολλά τρόπαια αγωνιζόμενοι υπέρ της ελευθερίας των Λεοντίνων, επειδή έσπευσαν σε αυτούς τους τόπους για να βοηθήσουν αυτούς υπακούοντας στους συμμαχικούς όρκους. Αλλά επειδή εξ αιτίας της μεγάλης απόστα σης η πόλη βρέθηκε σε δύσκολη θέση και δεν μπορούσε να στείλει βοήθεια, γι’ αυτό το λόγο κουράστηκαν και ατύχησαν. Όμως και οι εχθροί αυτών των ανθρώπων, οι εχθροί εναντίον των οποίων πολέμησαν, επαινούν τη σωφροσύνη και την ανδρεία τους περισσότερο απ’ όσο άλλοι επαινούν σαν φίλοι τους φίλους τους. Άλλοι έπεσαν σε ναυμαχίες που έγιναν στον Ελλήσποντο, όπου μέσα σε μια μέρα συνέλαβαν όλα τα πλοία των εχθρών και έδωσαν και άλλες πολλές ναυμαχίες νικηφόρα. Και να γιατί χα ρακτήρισα φοβερό και ανέλπιστο αυτό τον πόλεμο: Σε τέτοιο σημείο ανταγωνισμού προς την πόλη μας έφθασαν οι άλλοι Έλληνες, ώστε τόλμησαν να έλθουν σε διαπρα γματεύσεις με το βασιλέα (των Περσών), τον μεγαλύτερο εχθρό μας, αυτόν, τον οποίο εκδίωξαν από κοινού με μας, να τον φέρουν πίσω για ατομικό τους συμφέρον, αυτόν τον βάρβαρο εναντίον Ελλήνων και να συνασπίσουν εναντίον της πόλης μας όλους, και Έλληνες και βαρβάρους. Αλλά ακριβώς τότε έγινε ολοφάνερη η δύναμη και η γενναιότητα της πόλης. Ενώ δηλαδή νόμιζαν ότι αυτή είχε πια συντριβεί στον πόλεμο και είχε αποκλεισθεί ο στόλος μας στην Μυτιλήνη, στάλθηκε προς αυτόν βοήθεια 60 πλοίων, στα οποία επέβαιναν οι ίδιοι οι πολίτες. Και έχουν και αυτόν εδώ τον τάφο, έστω και αν είχαν την ανάξια τύχη να μην περιμαζευτούν από τη θάλασσα, φθάνει ότι έδειξαν ομολογουμένως γενναιότητα νικώντας τους εχθρούς και ελευθερώνοντας τους δικούς τους. Αυτούς οφείλουμε να μνημονεύουμε και να επαινούμε πάντοτε. Γιατί με τη γενναιότητα εκείνων κερδίσαμε όχι μόνο την τότε ναυμαχία, αλλά και τον υπόλοιπο πόλεμο. Χάρις σ’ αυτούς η πόλη μας απέκτησε την φήμη ότι δεν θα συντριβεί ποτέ, και αν ακόμη όλοι ενωθούν εναντίον της. Και ήταν δικαιολογημένη αυτή η φήμη. Νικηθήκαμε εμείς όχι όμως από τους άλλους, αλλά από τις εσωτερικές μας διαιρέσεις. Εκείνοι ακόμα και τώρα δεν μπορούν να μας νικήσουν, αλλά μεταξύ μας χωριστήκαμε σε νικητές και νικημένους. Ακολούθησε έπειτα μια περίοδος ησυχίας και εξωτερικής ειρήνης, κατά την οποία διεξήχθη ο εσωτερικός μας πόλεμος, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να εύχεται έτσι να διαταραχθεί η πατρίδα του, αν οπωσδήποτε πρέπει να περι έλθει σε αυτή την κατάσταση. Με πόση πράγματι ευχαρίστηση και οικειότητα ενώθη καν οι πολίτες που είναι από τον Πειραιά και από το Άστυ, πράγμα που δεν το περίμε ναν οι άλλοι Έλληνες, και με πόση μετριοπάθεια σταμάτησαν τον πόλεμο εναντίον αυτών που κατέφυγαν στην Ελευσίνα. Αιτία βέβαια για όλα αυτά δεν είναι άλλη παρά η πραγματική συγγένεια, η οποία κάνει τους πολίτες να αγαπώνται με αγάπη διαρκή και συγγενική όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα. Πρέπει με την ανάμνησή μας να τιμάμε και αυτούς, όσους πέθαναν σε αυτόν τον πόλεμο μαχόμενοι εναντίον αλλήλων, και να τους συμφιλιώνουμε κατά την εορτή αυτή, όπως μπορούμε, με ευχές δηλαδή και με θυσίες, επικαλούμενοι τους θεούς που τους εξουσιάζουν, αφού και εμείς οι ζωντανοί έχουμε συμφιλιωθεί. Άλλωστε δεν σκότωσαν ο ένας τον άλλο από κακία, ούτε από έχθρα, αλλά από κακοτυχία. Και μάρτυρες τούτων είμαστε εμείς οι ζωντανοί. Οι συγγενείς των νεκρών και της μιας και της άλλης παράταξης συγχωρήσαμε ο ένας τον άλλο και για όσα κάναμε και για όσα πάθαμε. Έπειτα, αφού παγιώθηκε η εσωτε ρική ειρήνη, η πόλη απέφυγε να αναμιχθεί σε εξωτερικό πόλεμο. Εναντίων των βαρ βάρων δεν μνησικακούσε, γιατί έπαθαν από αυτή αρκετά σαν εκδίκηση. Αλλά εναντί ον των Ελλήνων είχε μεγάλη αγανάκτηση, ενθυμούμενη, ότι όσα καλά ευεργετήθηκαν από αυτήν τα πλήρωσαν - με ποια αγνωμοσύνη! - συμπράττοντας με τους βαρβάρους και αιχμαλωτίζοντας τον στόλο, που κάποτε τους έσωσε και γκρεμίζοντας τα τείχη τα οποία εμείς θυσιάσαμε για να μη πέσουν τα δικά τους. Πάντως η πόλη αποφασισμένη να μην βοηθήσει πια τους Έλληνες, των οποίων η ελευθερία κινδύνευε είτε από βαρ βάρους είτε από άλλους Έλληνες, πολιτευόταν ανάλογα. Ενώ λοιπόν εφαρμόζαμε αυτή την πολιτική, οι Λακεδαιμόνιοι νομίζοντας πως είχαμε πια πέσει εμείς οι προστάτες της ελευθερίας και ότι ήταν έργο τους πια να κυριαρχήσουν αυτοί πάνω στους άλλους, έβαλαν σε πράξη αυτό το πρόγραμμα. Και τι χρειάζεται να μακρολογώ; Αν ανέφερα όσα επακολούθησαν θα έλεγα γεγονότα όχι παλαιά ούτε καν αναγόμενα σε προη γούμενη γενεά. Από προσωπική μας εμπειρία πράγματι γνωρίζουμε πόσο τρομαγμένοι ήλθαν να ζητήσουν την βοήθεια της πόλης τόσο οι πρώτοι των Ελλήνων Αργείοι και Βοιωτοί και Κορίνθιοι όσο και ο βασιλιάς - το πιο εκπληκτικό όλης αυτής της μεταβο λής - βρέθηκε σε τόσο άσχημη θέση, ώστε να μην έχει από πουθενά αλλού δυνατότη τα σωτηρίας παρά μόνο από αυτήν εδώ την πόλη, την οποία άλλοτε προσπαθούσε να καταστρέψει. Όμως βέβαια, αν ήθελε κανείς να προσάψει μια δίκαιη κατηγορία στην πόλη μας, αυτό μόνο θα είχε να πει στ’ αλήθεια, ότι πάντα είναι πολύ ευσπλαχνική και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο. Ακριβώς και σε εκείνη την περίσταση δεν στάθηκε ικανή να επιμείνει και να διαφυλάξει όσα είχε αποφασίσει, να μη συντρέξει δηλαδή κανέναν από όσους την αδίκησαν, έστω κι αν αυτός διέτρεχε τον κίνδυνο να υποδουλωθεί, αλλά συγκινήθηκε και έδωσε βοήθεια. Και τους μεν Έλληνες με τη δική της συνδρομή έσωσε από τη δουλεία, ώστε έμειναν ελεύθεροι, μέχρις ότου αυτοί πάλι οι ίδιοι προκάλεσαν την υποδούλωσή τους. Τον βασιλιά όμως δεν τόλμησε επίσημα να βοηθήσει σεβόμενη τα τρόπαια του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και των Πλαταιών, αλλά και μόνο και μόνο που του έστειλε εξόριστους και εθελοντές να τον βοηθήσουν, αναμφισβήτητα τον έσωσε. Αφού δε ανοικοδόμησε τα τείχη της και ναυπήγησε στόλο, έλαβε επίσημα μέρος στον πόλεμο, εφόσον αναγκάσθηκε να πολεμήσει, και αγωνιζόταν εναντίον των Λακεδαιμονίων στο πλευρό των Παρίων. Αλλά ο βασιλιάς φοβήθηκε την πόλη επειδή έβλεπε, ότι οι Λακεδαιμόνιοι εξαντλούνταν στον κατά θα λασσα πόλεμο και, θέλοντας να ξεκοπεί από τη συμμαχία, απαιτούσε να περιέλθουν στην υπηκοότητά του οι Έλληνες που βρίσκονταν σε εκείνη την ήπειρο, τους οποίους πριν είχαν παραδώσει οι Λακεδαιμόνιοι στην εξουσία του. Το έθεσε δε αυτό σαν όρο της συμμαχίας σε μας και με τους άλλους συμμάχους, πιστεύοντας ότι δεν θα θελήσου με τέτοιο πράγμα, ώστε να έχει πρόφαση για την αποστασία του. Και ως προς τους άλλους μεν πλανήθηκε, γιατί συμφώνησαν στην παράδοση και έκαναν συνθήκες και ορκίσθηκαν οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι και οι Βοιωτοί και οι άλλοι σύμμαχοι, ότι θα παραδώσουν τους Έλληνες που βρίσκονταν σε εκείνη την ήπειρο, εφόσον ο βασιλιάς επρόκειτο να τους δίνει χρήματα. Και μόνοι εμείς δεν τολμήσαμε ούτε να παραδώσου με Έλληνες, ούτε να κάνουμε όρκους μαζί του. Τόσο σταθερή και αμόλυντη και από τη φύση της μισοβάρβαρη είναι η γενναιότητα και η ελευθερία της πόλης, γιατί είμαστε γνήσιοι Έλληνες και ανόθευτοι από βαρβαρικό αίμα. Γιατί δεν ζουν στην κοινωνία μας Πέλοπες ή Κάδμοι ή Αίγυπτοι και Δαναοί και άλλοι πολλοί, οι οποίοι συμβατικά είναι Έλληνες, ενώ από καταγωγή είναι βάρβαροι. Εμείς μένουμε αυτούσιοι Έλληνες όχι βα ρβαρόμεικτοι και γι’ αυτό έχει εγχαρακτεί στην πόλη έντονο το μίσος κατά των ξένων φυλών. Το γεγονός όμως είναι ότι και πάλι βρεθήκαμε απομονωμένοι, γιατί δεν θέλα με να κάνουμε το αισχρό και ανόσιο έργο να παραδώσουμε Έλληνες σε βάρβαρους. Φθάσαμε λοιπόν στην ίδια περίπτωση, η οποία και πριν έγινε αιτία να ηττηθούμε στον πόλεμο, αλλά με τη βοήθεια του θεού αυτή τη φορά σταματήσαμε τον πόλεμο με τις πιο καλές συνθήκες από ποτέ πριν. Γιατί σταματήσαμε τις εχθροπραξίες διατηρώντας τον στόλο και τα τείχη και τις αποικίες μας έτσι ώστε ικανοποιημένοι τις έπαυσαν και οι εχθροί. Χάσαμε όμως και στον πόλεμο αυτό γενναίους άνδρες. Αυτούς που σκοτώ θηκαν στην Κόρινθο λόγω εδαφικής δυσχέρειας και όσους από προδοσία έπεσαν στο Λέχαιο. Γενναίοι υπήρξαν και όσοι ελευθέρωσαν τον βασιλιά και όσοι εκδίωξαν τους Λακεδαιμόνιους από τη θάλασσα. Αυτούς επαναφέρω στην ανάμνησή σας και σεις πρέπει να επαινείτε μαζί μου και να τιμάτε αυτούς τους άνδρες. Και όσα μεν έργα των ανδρών αυτών ανέφερα, που τάφηκαν εδώ, καθώς και των άλλων, όσοι έπεσαν υπέρ της πόλης μας, είναι βέβαια έργα πολλά και υπέροχα, αλλά ακόμη περισσότερα και θαυμαστότερα είναι όσα έχω παραλείψει.. Γιατί δεν θα αρκούσαν πολλές μέρες και νύχτες σ’ αυτόν, που θα ήθελε να τα διηγηθεί όλα. Κάθε ένας λοιπόν οφείλει με την ανάμνηση των έργων τους να παρακινεί τους απογόνους των νεκρών αυτών να μην εγκαταλείπουν την τάξη των προγόνων, όπως έχουν καθήκον να μην εγκαταλείπουν την τάξη τους στον πόλεμο και να μην οπισθοχωρούν νικημένοι από δειλία. Εγώ βέβαια και τώρα παρακινώ σε αυτό εσάς, τα παιδιά γενναίων ανδρών, και στο μέλλον, όπου συναντώ κανένα από εσάς, θα σας υπενθυμίζω και με επιμονή θα σας συμβουλ εύω να είσθε πρόθυμοι για τις γενναιότατες πράξεις. Στην δε παρούσα περίσταση είναι δίκαιο να σας πω όσα οι πατέρες σας, όταν βρέθηκαν μπροστά στο θάνατο, μας παρά γγειλαν να λέμε εμείς στους ζωντανούς, λόγια που είπαν, όταν επρόκειτο να αντιμετω πίσουν τον κίνδυνο. Θα σας πω και όσα άκουσα από το στόμα τους και, συμπεραίνο ντας από τα λόγια τους, θα πω εξ ονόματός τους όσα περίπου θα έλεγαν τώρα αυτοί, αν επανέρχονταν στη ζωή. Εσείς θα υποθέσετε ότι ακούτε από εκείνους τους ίδιους όσα σας λέω. Έλεγαν λοιπόν τα εξής: Παιδιά, αυτή καθ’ αυτήν τη παρούσα στιγμή αποδεικνύεται ότι είσθε γεννημένοι από ανδρείους πατέρες. Εμείς έχουμε την δυνατό τητα να σώσουμε όπως όπως τη ζωή μας, αλλά εν τούτοις προτιμάμε πιο καλά να πεθά νουμε ένδοξα παρά να ρίξουμε στο όνειδος εσάς τους απογόνους μας και να ντροπιά σουμε τους πατέρες και τους προγόνους μας όλους, πεισμένοι, ότι δεν αξίζει να ζει εκεί νος που ντροπιάζει τους δικούς του και ότι αυτόν τον άνθρωπο δεν τον αγαπά ούτε άνθρωπος κανείς ούτε θεός, ούτε στη γη ούτε κάτω από τη γη μετά από το θάνατό του. Πρέπει λοιπόν ενθυμούμενοι τα λόγια μας, να εκτελείτε με ανδρεία το έργο σας, έστω και αν επιδίδεστε σε άλλη παρά σε πολεμική ασχολία, και να ξέρετε, ότι ο πλού τος που αποκτήθηκε με ανανδρία δεν φέρνει ευτυχία σ’ αυτόν που τον κατέχει. Γιατί αυτός πλουτίζει για άλλον και όχι για τον εαυτό του. Ούτε το σωματικό κάλλος και η δύναμη φαίνονται να έχουν την αξία που τους αρμόζει, όταν είναι προσόντα ενός δει λού, αλλά απεναντίας κάνουν παραφωνία και αποκαλύπτουν περισσότερο το ελάττω μα και ξεσκεπάζουν τη δειλία. Και κάθε πνευματική επίδοση, όταν χωρίζεται από την δικαιοσύνη και την άλλη αρετή, φαίνεται πανουργία και όχι σοφία. Γι’ αυτό να προς παθείτε και στα πρώτα και στα τελευταία και σε όλη σας τη ζωή να στρέφετε όλη την προθυμία με όλους τους τρόπους σε αυτό: πώς να ξεπεράσετε και εμάς και τους προ γόνους στην δόξα. Αλλιώς, να ξέρετε ότι, αν εμείς σας ξεπερνάμε στην αρετή, αυτή η υπεροχή μας μας δίνει ντροπή, ενώ αν είμαστε κατώτεροί σας, αυτό μας κάνει ευτυ χισμένους. Θα γίνουμε εμείς οι νικημένοι και σεις οι νικητές αν εσείς βάλετε σαν σκο πό της ζωής σας, να μην καταχραστείτε τη δόξα των προγόνων σας και να μην την ξοδέψετε, συναισθανόμενοι ότι για έναν άνδρα ο οποίος δίνει κάποια αξία στον εαυτό του, δεν υπάρχει άλλο αισχρότερο πράγμα παρά να εμφανίζεται τιμώμενος, όχι για τα προσωπικά του έργα αλλά για δόξα προγόνων. Βέβαια είναι για τους μεταγενέστερους καλός και μεγαλοπρεπής θησαυρός και υπάρχουν προγονικές τιμές. Αλλά είναι άνανδ ρο και αισχρό να χρησιμοποιεί κανείς έναν θησαυρό, είτε χρημάτων είτε τιμών, επειδή ο ίδιος δεν έχει δικά του αποκτήματα και ένδοξα έργα, και να μην τον παραδίνει στους απογόνους του. Και αν μεν επιδιώξετε αυτά στη ζωή σας, θα έλθετε κοντά μας αγαπη μένοι προς αγαπημένους, όταν σας φέρει η κοινή μας μοίρα. Αν όμως αμελήσετε και φανείτε δειλοί, κανείς δεν θα σας υποδεχθεί με προθυμία. Για τα παιδιά ας τελειώσει με αυτά ο λόγος μου. Όσοι δε έχουμε πατέρες και μητέρες, οφείλουμε πάντα να τους παρηγορούμε, ώστε να υπομένουν όσο το δυνατόν πιο γαλήνια την συμφορά, αν τυ χόν συμβεί να έλθει το κακό, και να μην παρασυρόμαστε σε θρήνους μαζί τους. Γιατί δεν θα έχουν ανάγκη από άλλον για να νοιώσουν την λύπη τους. Θα είναι αρκετή η δυστυχία που τους ήρθε, για να το κάνει από μόνη της αυτό. Απεναντίας σαν γιατροί και παρήγοροι του πόνου τους να τους θυμίζουμε ότι οι θεοί έχουν εισακούσει τις μεγαλύτερες προσευχές τους. Δεν εύχονταν βέβαια να αποκτήσουν αθάνατα παιδιά, αλλά ενάρετα και δοξασμένα. Και τα πέτυχαν αυτά, τα οποία είναι και τα μεγαλύτερα αγαθά. Εξ άλλου δεν είναι εύκολο σε θνητό άνθρωπο να του πηγαίνουν όλα στη ζωή κατά τη δική του απόφαση. Και αν μεν υπομένουν με θάρρος τις συμφορές, θα φαν ούν ότι πράγματι είναι πατέρες ανδρείων παιδιών και αυτοί επίσης ανδρείοι. Αν όμως αφήσουν να τους νικήσει η λύπη, θα προκαλέσουν υποψία, ή ότι δεν είναι γονείς μας ή ότι ψεύδονται όσοι μας επαινούν. Αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο πρέπει να τίθεται σε αμφισβήτηση, αλλά εκείνοι πιο πολύ να γίνονται οι δικοί μας επαινετές με τη δια γωγή τους, αποδεικνύοντας με ολοφάνερο τρόπο ότι πράγματι είναι πατέρες άνδρες ανδρών. Πράγματι το απόφθεγμα “Μηδέν άγαν” που λέγεται τόσους αιώνες θεωρείται σωστή φράση. Και αλήθεια εκφράζει μια λαμπρή σκέψη. Γιατί ο άνθρωπος, ο οποίος έχει εξαρτήσει από τον εαυτό του όλους τους συντελεστές, που οδηγούν στην ευτυχία ή κοντά στην ευτυχία, και δεν αφήνει να ταλαντεύονται σε άλλους ανθρώπους, των οποίων η ατυχία ή η δυστυχία αναγκαστικά επηρεάζει και τη δική του διάθεση, αυτός είναι ο σώφρων και αυτός ο ανδρείος και ο φρόνιμος. Αυτός, και όταν αποκτά χρήμα τα και παιδιά, και όταν τα χάνει, θα πείθετε εντελώς σε αυτό το παράγγελμα. Τέτοιοι άνθρωποι του μέτρου να είναι και οι δικοί μας γονείς. Το απαιτούμε αυτό και το θέλου με και το τονίζουμε. Τέτοιοι αναδεικνυόμαστε κι εμείς τώρα. Δεν αγανακτούμε ούτε κυριευόμαστε από φόβο εξ αιτίας του γεγονότος ότι όταν χρειαστεί πρέπει να θυσιά σουμε τη ζωή μας. Παρακαλούμε λοιπόν τους πατέρες και τις μητέρες μας να περά σουν την υπόλοιπη ζωή τους εφαρμόζοντας την ίδια ακριβώς αρχή και να ξέρουν ότι δεν θα μας ευχαριστήσουν καθόλου με τους θρήνους και με τους οδυρμούς τους. Τουναντίον, αν έχουν οι νεκροί κάπως την αίσθηση των ζωντανών, θα μας δυσαρε στήσουν πολύ, αν βασανίζουν τον εαυτό τους και αν κάμπτονται από τις συμφορές. Ενώ, αν πενθούν με υπομονή και με μέτρο, θα μας δίνουν τη μεγαλύτερη ευχαρίστη ση. Γιατί η δική μας ζωή, ναι μεν θα τελειώσει, αλλά θα τελειώσει με το τέλος που είναι το ωραιότερο για ανθρώπινη ζωή, ώστε μάλλον να τιμάτε παρά να θρηνείτε τον θάνατο αυτής. Εάν δε οι γονείς μας αφιερώσουν την φροντίδα τους στο να προστατεύ ουν και να τρέφουν τις γυναίκες και τα παιδιά μας, θα ξεχνούν και θα ζουν καλύτερα και λογικότερα και αγαπητότερα σε μας. Αρκούν αυτά σαν μηνύματα εκ μέρους μας προς τους δικούς μας. Προς δε τους συμπολίτες μας θα είχαμε να απευθύνουμε την παράκληση να μας φροντίζουν τους πατέρες και τους γιούς μας, αυτούς μεν εκπαι δεύοντας στην κοσμιότητα, εκείνους δε τρέφοντας αξιοπρεπώς στα γηρατειά τους. Αλλά τώρα ξέρουμε ότι, και αν δεν τους παρακαλέσουμε, αυτοί θα πάρουν την φροντίδα που τους αξίζει. Λοιπόν, παιδιά και γονείς των πεσόντων, αυτά μας ανέθε σαν εκείνοι να πούμε και εγώ όσο μπορώ πιο πρόθυμα σας τα διαβιβάζω. Και σας παρακαλώ εκ μέρους τους, εσείς οι γιοί να μιμηθείτε τους πατέρες σας. Εσείς οι γονείς να μην αποθαρρύνεστε, γιατί εμείς και σαν ιδιώτες και σαν κράτος θα φροντίσουμε για τα γηρατειά σας και θα παρέχουμε την προστασία μας στον καθένα, οποιονδήποτε συγγενή εκείνων, όπου κάθε ένας μας τον συναντά. Ως προς την πόλη ξέρετε και σεις οι ίδιοι με ποιον τρόπο φροντίζει για τους συγγενείς αυτών που σκοτώθηκαν σε πόλεμο, ότι δηλαδή με ειδικούς νόμους προστατεύει τα παιδιά και τους γονείς τους και έχει αναθέσει σε έναν από τους πιο σπουδαίους άρχοντες να προσέχει περισσότερο, απ’ ό,τι κάνει για τους άλλους πολίτες, μήπως αδικηθούν οι πατέρες και οι μητέρες αυτών. Συνεισφέρει δε και αυτή στη συντήρηση των παιδιών τους, πρόθυμη να τα κάνει να ξεχάσουν όσο το δυνατό περισσότερο την ορφάνια τους. Η πόλη παίρνει απέναντί τους θέση πατέρα, εφ’ όσον είναι ακόμη παιδιά, και, όταν φθάσουν στο όριο της ανδρικής ηλικίας, τα αποδίδει στην οικογένειά τους, αφού τα εφοδιάσει με πλήρη οπλισμό. Με αυτό προσπαθεί να τους δείξει και να τους υπενθυμίσει τα έργα του πατέ ρα τους, δίνοντας σε αυτά τις αξίες της πατρικής αρετής, ενώ εξάλλου γίνεται καλός οιωνός να εγκαινιάζει ο νέος στολισμένος με όπλα την είσοδό του στην πατρική εστία, την οποία αναλαμβάνει με σθένος να κυβερνήσει. Τους ίδιους τους πεσόντες δε σταμα τά να τιμά ποτέ. Κάθε χρόνο τελεί γι’ αυτούς, όλους μαζί, όσα καθιερωμένα γίνονται για τον καθένα εκ μέρους της οικογένειάς του, και εκτός από αυτά, οργανώνει αγώνες γυμναστικούς και ιππικούς και μουσικής κάθε είδους. Και εν γένει απέναντι μεν στους αποθανόντες έχει λάβει θέση υιού και κληρονόμου, απέναντι δε στους γιους θέση πα τέρα, απέναντι στους γονείς και τους άλλους συγγενείς θέση κηδεμόνα, προστατεύοντ ας πάντα αυτούς με κάθε τρόπο. Με αυτές τις σκέψεις πρέπει να υπομένετε καρτερικό τατα την συμφορά. Γιατί έτσι θα είσθε αγαπητότεροι και στους πεθαμένους και στους ζωντανούς και σεις οι ίδιοι ευκολότερα θα μπορέσετε και την πόλη να υπηρετείτε και την προστασία της να δέχεσθε. Και τώρα πια, αφού σύμφωνα με το έθιμο θρηνήσετε τους νεκρούς εσείς και όλοι οι άλλοι, να διαλυθείτε.
- Ορίστε, Μενέξενε, αυτός είναι ο λόγος της Ασπασίας της Μιλήσιας.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Μα τον Δία, Σωκράτη, πράγματι καλότυχη παρουσιάζεις την Ασπασία, αν αυτή, μια γυναίκα, κατορθώνει να συνθέτει τέτοιους λόγους.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αν δεν πιστεύεις, έλα μαζί μου και θα ακούσεις την ίδια να μιλάει.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Έχω συναντήσει εγώ πολλές φορές την Ασπασία και ξέρω ποια είναι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λοιπόν; Δεν την θαυμάζεις και δεν της είσαι ευγνώμων τώρα γι’ αυτόν τον λόγο που άκουσες;
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Βεβαίως, Σωκράτη, γι’ αυτόν τον λόγο είμαι καταϋποχρεωμένος σε εκείνη ή σε εκείνον, όποιος και αν είναι αυτός που σου τον είπε. Αλλά προπάντων οφείλω πολύ ευγνωμοσύνη σε αυτόν που μου τον απήγγειλε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ωραία! Πρόσεχε μόνο μη με προδώσεις, ώστε και πάλι να σου λέω πολλούς και ωραίους της λόγους πολιτικούς.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Μη σε νοιάζει, δεν θα σε προδώσω. Μόνο να μου τους λες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Φυσικά θα στους λέω.
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου